- πανεργέτης
- παν-εργέτης, ὁ, der alles Bewirkende
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανεργέτης — ὁ, Α (ως επίθετο τού Διός) αυτός που πράττει, τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης: οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης] … Dictionary of Greek
πανεργέτα — πανεργέτᾱ , πανεργέτης all effecting masc nom/voc/acc dual πανεργέτης all effecting masc voc sg πανεργέτᾱ , πανεργέτης all effecting masc gen sg (doric aeolic) πανεργέτης all effecting masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)